- επαμπέχω
- ἐπαμπέχω και ἐπαμπίσχω (Α)1. επικαλύπτω («ὕβρει δὲ καὶ κόμπῳ ἐπαμπέχειν ἐβούλοντο», Πλούτ.)2. μέσ. ἐπαμπέχομαικαλύπτομαι, καλύπτω τον εαυτό μου (α. «δέρμα ἰσχυρὸν ἐπαμπέχεται», Πλούτ.β. «γῆν καὶ ὕδωρ καὶ ἀέρα και τὰ ἐκ τούτων ἐπαμπίσχεται», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμφί με ψίλωση τού δασέος φ σε π λόγω τού ακολουθούντος δασέος χ (πρβλ. μέλλ. επαμφέξω) + έχω].
Dictionary of Greek. 2013.